- διακατελέγχομαι
- διακατελέγχομαι impf. διακατηλεγχόμην (s. ἐλέγχω; not found elsewh.) confute, overwhelm in argument τινί: τοῖς Ἰουδαίοις Ac 18:28.—TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
διακατελεγχόμενος — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατελέγχειν — διακατελέγχομαι confute thoroughly pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακατηλέγχετο — διακατελέγχομαι confute thoroughly imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)